|
---|
Ο ΝΟΜΟΣ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ: Εγκληματικός ακρωτηριασμός της θετικής εκπαίδευσης στα Λύκεια-«Ανωτατοποίηση» όχι των ΤΕΙ αλλά του παραγωγικού σαμποτάζ και του εκφασισμού του δημόσιου
Τελικά με μια διαδικασία εξπρές ο υπουργός παιδείας Γαβρόγλου κατέθεσε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο τέρας που αποτελείται από 226 άρθρα και που ρυθμίζει τη μέση, την ανώτερη και την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα, και το οποίο ψηφίστηκε τελικά.Η γενική κατεύθυνση του νομοσχεδίου είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας διάλυσης της δημόσιας παιδείας, ειδικά εκείνης που έχει σχέση με την παραγωγή και τις θετικές επιστήμες, στην κατεύθυνση του γενικότερου σαμποτάζ της παραγωγής και του χτυπήματος του μορφωτικού επιπέδου του λαού προς όφελος του ρωσοκινεζικού φασιστικού άξονα, που ο ίδιος και με τους ανθρώπους του μέσα στα βασικά κόμματα, εξαρτά και αποικιοποιεί τη χώρα, βυθίζοντας στη φτώχεια το λαό της όλο και πιο πολύ.
Οι βασικές ενέργειες για την ευόδωση αυτών των «ευγενικών στόχων» είναι η αλλαγή του προγράμματος σπουδών στη Μέση εκπαίδευση και η οριστική συγχώνευση των ΤΕΙ με τα ΑΕΙ, δηλαδή η περίφημη ανωτατοποίηση των πρώτωνΤο νόημα της ολοκλήρωσης της ανωτατοποίησης των ΤΕΙ από τον ΣΥΡΙΖΑ
Το πιο σημαντικό στον νόμο Γαβρόγλου είναι όλα τα εναπομείναντα ΤΕΙ της χώρας καταργούνται και συγχωνεύονται με τα ΑΕΙ, γίνονται δηλαδή ΑΕΙ. Είχε ήδη προηγηθεί από πέρυσι η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά και η μετονομασία τους σε Πανεπιστήμιο Δυτ. Αττικής.
Εδώ θα θυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι τη μεγάλη προετοιμασία γι αυτό την είχε κάνει η ρωσόδουλη συμμορία πριν από πόσα χρόνια; Λαλιώτη- Γ. Παπανδρέου όταν φτιάξανε ένα Προεδρικό Διάταγμα που αναγνώριζε στους απόφοιτους της ειδικότητας των δομικών έργων των ΤΕΙ επαγγελματικά δικαιώματα ίδια με εκείνα της ειδικότητας των πολιτικών μηχανικών των ΑΕΙ. Τότε αντέδρασαν οι μηχανικοί των Πολυτεχνείων και το ΤΕΕ αναγκάστηκε να βγει οργισμένα, παρόλο που επικεφαλής του ήταν ο δικός τους Λιάσκας. Έτσι το δίδυμο απέσυρε το διάταγμα. ΄Ομως αυτοί είχαν στο μεταξύ ξεσηκώσει τα ΤΕΙ με επικεφαλής τους κνίτες, και από κοντά, ως συνήθως, τους ακόμα πιο «επαναστατικούς» εξωκοινοβουλευτικούς μαϊντανούς του (ΟΣΕ, ΝΑΡ, ΚΚΕ μ-λ), που ζητούσαν ανωτατοποίηση.
Καλυμμένος κάτω από αυτές τις κινητοποιήσεις ο Γ. Παπανδρέου ετοίμασε ένα νομοσχέδιο που δεν πραγματοποιούσε την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, αλλά άνοιγε το δρόμο προς αυτήν. Τώρα το ΤΕΕ είχε ένα πρόσχημα να καταγγείλει λιγότερο το υπουργείο, ενώ τα ΤΕΙ κλιμάκωσαν με κνίτικες μορφές πάλης (δηλαδή εκβιασμούς των μαζών όπως αποκλεισμούς δρόμων) χτυπώντας το νομοσχέδιο υποτίθεται «από τα αριστερά», γιατί δηλαδή δεν καθιερώνει από τώρα την ανωτατοποίηση. Επικεφαλής των ΤΕΙτζήδων είναι από κοινωνική άποψη οι καθηγητές τους, που είναι οι μόνοι που έχουν ένα άμεσο και συγκεκριμένο συμφέρον από αυτή την ανωτατοποίηση, καθώς, σύμφωνα με αυτήν, γίνονται καθηγητές ΑΕΙ και μεγαλώνει σημαντικότατα ο μισθός, και κυρίως το κοινωνικό τους status.
Το νομοσχέδιο Παπανδρέου διαμόρφωσε τότε μόνο τους όρους για να γίνει η ανωτατοποίηση σε επόμενη φάση. Συγκεκριμένα, αύξησε τις προϋποθέσεις για να είναι κανείς καθηγητής ΤΕΙ, και έτσι πέταξε τους περισσότερους σημερινούς καθηγητές των ΤΕΙ έξω από τη “γη της επαγγελίας της ανωτατοποίησης”. ΄Ετσι καθησύχασε προσωρινά τους καθηγητές των ΑΕΙ και αφαίρεσε ένα επιχείρημα από τη μάζα των μηχανικών των ΑΕΙ που αντιδρούσε στην ανωτατοποίηση. Από την άλλη όμως μεριά έτσι υποτίθεται ότι προετοίμασε τους υλικούς όρους για την ανωτατοποίηση. Αφού δηλαδή οι φοιτητές των ΤΕΙ θα έχουν καθηγητές επιπέδου ΑΕΙ, θα έχουν και πτυχία επιπέδου ΑΕΙ.
Μετά από αυτήν την πρακτική και ιδεολογική προετοιμασία δίνεται σήμερα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν τις εκλογές το καίριο δώρο στους σημερινούς φοιτητές των ΤΕΙ να πάρουν πτυχίο ΑΕΙ δίνοντας μερικά επιπλέον μαθήματα.
Το πιο αποκαλυπτικό των μακρινών προθέσεων του υπουργείου είναι το ότι ταυτόχρονα καταργούνται το Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας (ΣΑΠ) και το Συμβούλιο Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΣΤΕ) και τη θέση τους παίρνει ένα ενιαίο, δίχως τη διάκριση των βαθμίδων ΑΕΙ και ΤΕΙ, Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (ΕΣΥΠ).
Αυτή η ρύθμιση είναι στην κατεύθυνση των θέσεων του ψευτοΚΚΕ για μια ενιαία ανώτατη παιδεία που θα περιλαμβάνει ένα θεωρητικό κλάδο και έναν κλάδο εφαρμογής.
Αυτή η υπεραντιδραστική θέση σημαίνει π.χ. ότι θα υπάρχουν άλλα Πολυτεχνεία που θα παράγουν μηχανικούς της θεωρίας και άλλα μηχανικούς της πράξης, άλλα Πανεπιστήμια που θα βγάζουν φυσικούς της θεωρητικής και άλλα φυσικούς της εφαρμοσμένης φυσικής κτλ. κτλ.
Αυτή η γραμμή που χωρίζει με σκανδαλώδη τρόπο τη θεωρία από την έρευνα και την παραγωγή καταργεί την πρόοδο, την επιστήμη και την τεχνολογία, γιατί παράγει έναν ακρωτηριασμένο απόφοιτο ανίκανο για οτιδήποτε, αφού είτε θα είναι θεωρητικός δίχως την εφαρμογή είτε εφαρμοστής δίχως τη θεωρία.
Αυτή είναι στο βάθος η πρόθεση των ρωσόδουλων για την ανώτατη παιδεία: δηλαδή να την καταργήσουν.
Η λεγόμενη ανωτατοποίηση των ΤΕΙ μέσα στις δοσμένες συνθήκες είναι μόνο μια από τις μεθόδους αυτής της κατάργησης .Η ΑΝΩΤΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΑ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ ΟΥΤΟΠΙΑ
Τα ΤΕΙ δεν μπορούν να γίνουν ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης με μια υπουργική απόφαση και κάποιο νόμο. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν αλλάξουν στην πράξη τα γνωστικά επίπεδα των καθηγητών, των φοιτητών και η υλικοτεχνική υποδομή. Τότε όμως τα ΤΕΙ δε θα είναι ΤΕΙ.
Αυτοί που ζητούν να γίνουν σήμερα οι απόφοιτοι των ΤΕΙ απόφοιτοι των ΑΕΙ σκέφτονται όπως ο κάθε μικροαστός που θα ήθελε να είναι πλούσιος και πιστεύει ότι αυτό μπορεί να γίνει με μια κυβερνητική απόφαση. Πρόκειται για το αίτημα και τον τρόπο σκέψης των τμημάτων εκείνων της κοινωνίας που συνήθως ακολουθούν με πάθος τους φασίστες δημαγωγούς, και που συμπυκνώνεται σε εποχές πολιτικής αντίδρασης στο όνειρο της μικροαστικής τάξης να γίνει αστική, αντί να παραταχθεί με το προλεταριάτο, στο οποίο το σπρώχνει η ζωή, για να καταργήσει τον αστισμό.
Τα σημερινά ΤΕΙ δεν μπορούν να γίνουν αυτόματα ίδια με τα ΑΕΙ της χώρας μας, όπως δεν μπορούν τα ΑΕΙ της χώρας μας να γίνουν Χάρβαρντ με υπουργικές αποφάσεις.
Τα σημερινά ΤΕΙ μπορούν όλα να γίνουν με υπουργική απόφαση ΑΕΙ, αλλά τα περισσότερα θα είναι ΑΕΙ δεύτερης κατηγορίας, δηλαδή πάλι ΤΕΙ, εκτός από εκείνα τα ΤΕΙ ψηλής ζήτησης και με ψηλό μέσο επίπεδο φοιτητών που είναι ήδη πολύ ανώτερα από πολλά ΑΕΙ χαμηλότερης ζήτησης και επιπέδου σπουδών.
Αυτό ήδη έχει συμβεί στις αναπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες δίχως να πραγματοποιηθεί κανένα «επαναστατικό» μικροαστικό κίνημα δηλαδή δίχως κανένας φοιτητής να κόψει το δρόμο προς τα σύνορα και τις κεντρικές αρτηρίες της χώρας και των μεγαλουπόλεων, όπως έγινε με το κίνημα της ανωτατοποίησης των ΤΕΙ πριν από 20 χρόνια και το οποίο μόλις τώρα επί ΣΥΡΙΖΑ καρποφόρησε αφού στο μεταξύ η χώρα χρεωκόπησε.
Στην Αμερική, τη μητρόπολη του οικονομικού ιμπεριαλισμού, αλλά και στη Γαλλία και την Αγγλία υπάρχουν 3 κατηγοριών ανώτατες σχολές. Η πρώτη κατηγορία μια χούφτας σχολών βγάζει τα ηγετικά πολιτικά, διοικητικά, παραγωγικά και στρατιωτικά στελέχη της αστικής τάξης σε όλους τους τομείς. Στις ΗΠΑ, σε αυτές πηγαίνουν οι πιο μελετηροί γόνοι της αστικής τάξης με υπέρογκα δίδακτρα, καθώς και τα σπάνια ταλέντα από τις φτωχότερες τάξεις που παίρνουν υποτροφίες. Στη Γαλλία αυτές οι σχολές είναι δημόσιες και απαιτούν κυριολεκτικά πολύ ψηλό επίπεδο κατάρτισης (ecole polytechnique, ΕΝΑ). Όποιος τελειώσει από εκεί είναι de facto μεγάλο και περιζήτητο στέλεχος. Μετά υπάρχει ένα χαμηλότερο επίπεδο, που περιλαμβάνει ιδρύματα στο επίπεδο των δικών μας καλών σχολών του Πολυτεχνείου της Αθήνας, όπου παράγεται η μεγάλη μάζα των καλών ειδικών σε όλους τους τομείς και οι απόφοιτοί τους βρίσκουν εύκολα δουλειά.
Η τρομερή τρίτη κατηγορία είναι ένα αναρίθμητο πλήθος από πανεπιστήμια και πολυτεχνεία που δίνουν έναν τίτλο με τον οποίο έχει εξασφαλίσει κανείς μισοανεργία αν αρκεστεί σε αυτόν και δεν συνεχίσει να εκπαιδεύεται. Σε αυτά τα ιδρύματα, δημόσια ή ιδιωτικά, σπουδάζει σήμερα η τεράστια πλειοψηφία των φοιτητών στις αναπτυγμένες χώρες, και αυτά παράγουν το σύγχρονο μισοδιανοούμενο προλεταριάτο και λούμπεν προλεταριάτο, δηλαδή χαμηλά αμειβόμενους μισοειδικούς στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα ιδίως στις υπηρεσίες..
Θα ρωτήσει εύλογα κανείς: Και πού βρίσκεται η διαφορά; Ποιος αποφασίζει για τη διαφορά στην αξία των πτυχίων, αφού όλα είναι πτυχία ΑΕΙ;
Μα η κοινωνική πρακτική, και κύρια η αγορά. Η σύγχρονη μονοπωλιακή επιχείρηση και το σύγχρονο κράτος αυτών των μονοπωλίων επιλέγει με θαυμαστή ακρίβεια και κατατάσσει στο κατάλληλο επίπεδο τον κάθε απόφοιτο που βγαίνει στην αγορά εργασίας . Αν εξαιρέσει κανείς τις μεγάλες σχολές που προαναφέραμε δεν ενδιαφέρει κανέναν εργοδότη αν ο απόφοιτος που έχει μπροστά του τελείωσε ένα ΑΕΙ ή ένα ΤΕΙ αλλά ποιο ΑΕΙ τελείωσε και πιο ΤΕΙ και με τι επιδόσεις. Κάθε πτυχίο έχει έτσι την ξεχωριστή του τιμή, χώρια οι ατέλειωτες εξετάσεις στην πράξη στις οποίες συνήθως οι εργοδότες υποχρεώνουν τους υποψήφιους υπαλλήλους τους, όποιο επίπεδο πτυχίου κι αν κουβαλάνε.
Να λοιπόν που το πραγματικό επαγγελματικό δικαίωμα του απόφοιτου στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο προσδιορίζεται συντριπτικά από τη στάση της αγοράς απέναντι στο συγκεκριμένο τίτλο σπουδών και πιο πολύ απέναντι στο συγκεκριμένο κάτοχο αυτού του τίτλου και όχι από το τυπικό δικαίωμα που έχει παραχωρήσει το κράτος στον κάτοχο του κάθε πανεπιστημιακού τίτλου. Μάλιστα όσο πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστικά είναι μια χώρα τόσο λιγότερο μετράει ο επίσημος τίτλος σπουδών ενός ανθρώπου και τόσο περισσότερο μετράνε οι πραγματικές του γνώσεις όπως εκφράζονται στην επιστημονική πρακτική και στις παραγωγικές εφαρμογές. Στις ΗΠΑ πχ όπου επικρατεί το πιο πρακτικό πνεύμα σ αυτά τα ζητήματα μπορεί ένας άνθρωπος με ένα χαμηλού επιπέδου εκπαιδευτικό τίτλο ή χωρίς κανένα επίσημο τίτλο στα χέρια του αλλά με ένα ψηλό επίπεδο κατάρτισης η εφευρετικότητας να βρεθεί στην πιο ψηλή, ακόμα και εκπαιδευτική-ερευνητική θέση. Μια τέτοια εκτίναξη δεν σημαίνει αυτό που οι αστοφιλελεύθεροι ονομάζουν εξασφάλιση «ίσων ευκαιριών για όλους» , καθώς τα ταλέντα συνήθως δεν εκδηλώνονται χωρίς προηγούμενη καλλιέργεια και η καλλιέργειά τους είναι πάνω απ όλα ένα ταξικό ζήτημα.
Το βασικό πάντως είναι ότι στον σύγχρονο κόσμο τίποτα δεν είναι πιο ρευστό και πιο σχετικό από ένα πτυχίο που κάποτε πήρε κάποιος από την ώρα που η σύγχρονη επιχείρηση έχει την τάση διαρκώς να επιμορφώνει, μόνη της ή σε συνεργασία με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, το προσωπικό και τα στελέχη της, ενώ η παραγωγική και επιστημονική πρακτική απονέμει διαρκώς νέους τίτλους γνώσης που αποτυπώνονται σε πτυχία ή, όλο και περισσότερο, σε αξιόπιστα βιογραφικά, με τον ίδιο ορμητικό τρόπο που αχρηστεύει οποιονδήποτε τίτλο πτυχιακής ευγένειας δεν χρησιμοποιήθηκε και δεν τροχίστηκε στην πράξη. Απλά στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό την επιλογή των ειδικευμένων στελεχών της την κάνει μια αστική τάξη που κατά κανόνα έχει κάνει τη δημοκρατική της επανάσταση και λίγο πολύ λειτουργεί σύμφωνα με τα δικά της οικονομικά συμφέροντά , ενώ στην Ελλάδα η αστική τάξη ό,τι και να πετυχαίνει κατά καιρούς σε επιστημονικό και παραγωγικό επίπεδο παραμένει πολιτικά ένας γλοιώδης υπηρέτης του ιμπεριαλισμού του οποίου τοποτηρητής και ρυθμιστής των κάθε λογής εσωτερικών ταξικών αντιθέσεων είναι μια γενικά ξένη προς την πρόοδο και εχθρική απέναντι στο λαό κρατική εξουσία και ένας αντίστοιχος κρατικός γραφειοκρατικός μηχανισμός. Αυτό σημαίνει ότι η μόνη πραγματικά ουσιαστική πρακτική πρόοδος που είναι δυνατή στη χώρα μας στο ζήτημα της επιλογής των ειδικών, είναι η επαναστατική καταστροφή αυτού του κράτους μέσα από μια μεγάλη ταξική επανάσταση που θα έχει πλατειά αντιιμπεριαλιστική μορφή και σοσιαλιστικό περιεχόμενο. Μέσα σε στις συνθήκες που θα προκύψουν από αυτήν την επανάσταση η επιλογή των κάθε λογής στελεχών στην επιστήμη και την παραγωγή όχι μόνο δεν θα γίνεται στενά και κύρια στην βάση των οποιωνδήποτε τίτλων και πτυχίων αλλά θα προχωράει πολύ πέρα από το πιο προχωρημένο αστοδημοκρατικό πνεύμα και σαν κριτήριο θα έχει την πρακτική δυνατότητα του καθένα να προσφέρει στην συλλογική ερευνητική και παραγωγική δουλειά.
Αργά αργά, ακόμα και μέσα στην κρίση-και από μια πλευρά ιδιαίτερα μέσα στην κρίση- η κλασική αστική μέθοδος αξιολόγησης των πανεπιστημιακών τίτλων γίνεται ολοένα ισχυρότερη και στη δικιά μας χώρα. Για παράδειγμα, στους κλάδους των μηχανικών, όπου συνάντησε αρχικά τις μεγαλύτερες αντιστάσεις το κίνημα της ανωτατοποίησης, ακόμα και οι πιο μέτριες σε όγκο επιχειρήσεις που ζητάνε προσωπικό βρίσκονται σήμερα μπροστά σε μια πληθώρα υποψήφιων και ζητάνε τα πτυχία των καλύτερων πολυτεχνείων, τους καλύτερους βαθμούς σ’ αυτά τα πτυχία, απαιτούν όλο και περισσότερο μεταπτυχιακή εξειδίκευση στο ανώτερο δυνατό επίπεδο κτλ. κτλ.
Από την άλλη μεριά η επιλογή των καλύτερων ειδικών στη χώρα μας στους περισσότερους θετικούς κλάδους έχει γίνει πρακτικά ένα δευτερεύον ζήτημα αυτή τη στιγμή στον ιδιωτικό τομέα εξ αιτίας του όλο και πιο αυξανόμενου αριθμού παραγομένων αποφοίτων των ΑΕΙ απέναντι σε μια όλο και μειούμενη παραγωγή τεχνικών έργων και βιομηχανικών εγκαταστάσεων, πράγμα που αντιστοιχεί στο συνειδητό σαμποτάρισμα από το σοσιαλφασισμό της συγκέντρωσης και του εκσυγχρονισμού του παραγωγικού κεφαλαίου και την επέκταση στην καλύτερη περίπτωση της μικροπαραγωγής. Η αντίφαση λύνεται με την πρωτοφανή σε έκταση στην ΕΕ μετανάστευση των ελλήνων ειδικών στο εξωτερικό.
Έτσι η μεγάλη μάζα απόφοιτων μηχανικών ή πρέπει να αλλάξει επάγγελμα ή να ασκήσει το επάγγελμα σ’ ένα επίπεδο πολύ κατώτερο και από τα ουσιαστικά και από τα τυπικά προσόντα που διαθέτει (π.χ. μικρές οικοδομικές δουλειές, μικροεργολαβίες, μικρομελέτες).
Επομένως, η πραγματική γενική κίνηση των αποφοίτων και των πτυχίων των ελληνικών ΑΕΙ είναι προς την “κατωτατοποίηση”, δηλαδή είναι προς το να κάνουν οι πτυχιούχοι τους δουλειές που κάλλιστα μπορούν να κάνουν και οι πτυχιούχοι των ΤΕΙ. Με αυτή και μόνο την αρνητική έννοια η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ είναι εδώ και χρόνια πραγματοποιημένη στην πράξη. Η μόνη πρακτική αλλαγή που έμενε να γίνει και έγινε από τον ΣΥΡΙΖΑ, (ο οποίος είναι το ψευτοΚΚΕ στο επίπεδο της μίνιμουμ κρατικής του εξουσίας), είναι η με πολιτική απόφαση αναγνώριση των αποφοίτων των ΤΕΙ σαν αποφοίτων ΑΕΙ σε εκείνο τον χώρο όπου σε λίγο δεν θα υπάρχει καμμιά πραγματική αξιολόγηση ούτε από την αστική τάξη σαν αγορά, ούτε από την αστική τάξη σαν κράτος. Αυτός ο χώρος είναι το ελληνικό δημόσιο. Αυτό συμβαίνει από την εποχή του Α. Παπανδρέου, εποχή κατά την οποία ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός πέρασε σε επίπεδο πολιτικής κορυφής αλλά όχι ακόμα στο βάθος του, στα χέρια των ανθρώπων του ρώσικου ιμπεριαλισμού. Αυτοί επειδή δεν μπορούσαν να ελέγξουν μονομιάς αυτόν τον μηχανισμό αρκέστηκαν στο να καταργήσουν κάθε αξιολόγηση επειδή αυτή γινόταν από τους κρατικούς υπαλλήλους της παλιάς αστικής τάξης, η οποία λίγο πολύ ήθελε ένα δημόσιο που να λειτουργεί στοιχειωδώς, όπως κάθε άλλο στον κόσμο. Έτσι άφησαν τις αυθόρμητες δυνάμεις της αποσύνθεσης και τις διαφθοράς να δυναμώσουν σταδιακά μέσα στο δημόσιο και στη συνέχεια ενθάρρυναν και οργάνωσαν πολιτικά, συνδικαλιστικά και ιδεολογικά τα χειρότερα στοιχεία που γέννησε αυτή η διαδικασία, για να τα κάνουν ηγεσία μιας όλο και πιο αδιάφορης η και εχθρικής προς το λαό και προς την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας κρατικής γραφειοκρατίας. Αυτή η γραφειοκρατία, που στην κοινωνική της βάση είναι μικροαστική, έχει πολιτικο-ιδεολογικό ηγέτη το ψευτοΚΚΕ που θέλει να κρατικουπαλληλοποιήσει όλη τη χώρα, ιδιαίτερα τον πιο μεγάλο εχθρό της κρατικής υπαλληλίας, τους εργάτες και εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Σε αυτό το δημόσιο όσο πιο ανώτερος είναι ο τίτλος σε σχέση με την πραγματική αξία του, τόσο ο ιδιοκτήτης αυτού του τίτλου για να κρατήσει τη θέση του και να κρύψει την πρακτική του ανεπάρκεια πρέπει να γίνει πιστός υπηρέτης της πολιτικής εξουσίας που τον διόρισε. Δηλαδή πρέπει να είναι τόσο διεφθαρμένος, τόσο εχθρικός προς την πραγματική μόρφωση και στην παραγωγική ανάπτυξη και τόσο δικτατορικός απέναντι στις μάζες, όσο εκείνη. Αυτό θα γίνει, ήδη γίνεται, με την σταδιακή πρακτική κατάργηση του ΑΣΕΠ και την πρόσληψη των δημόσιων υπαλλήλων από τους φαιο-«κόκκινους» στρατούς κατοχής που με το ΣΥΡΙΖΑ πρωτοπήραν την κεντρική κρατική εξουσία. Αλλά οι τέτοιου είδους προσλήψεις θα συναντήσουν και τους κατωτατοποιημένους τίτλους σπουδών που το ίδιο αυτό καθεστώς παράγει εδώ και αρκετά χρόνια σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα. Εννοούμε ότι ένα φαιο«κόκκινο» πολιτικό καθεστώς μπορεί να επιλέγει τα μέλη και τα στελέχη του από κατόχους τίτλων που να είναι ανώτεροι στη μορφή πχ τίτλοι ενός ΑΕΙ σαν το ΕΜΠ που όμως κάποιοι κάτοχοί τους θα μπορούν να τους έχουν εξασφαλίσει παρέχοντας σαν φοιτητές πολιτικές υπηρεσίες στον κομματικό-γραφειοκρατικό στρατό που τους έδωσε αυτόν το πτυχίο. Αυτό γίνεται με το να προμηθεύει ο στρατός τα μέλη του με θέματα εξετάσεων που τα πήρε πχ από τους διδάσκοντες αυτού του στρατού ή όπως σχεδιάζει για αργότερα να τους εισάγει στα ΑΕΙ καταργώντας σαν βασικό κριτήριο εισαγωγής τις ακόμα αδιάβλητες πανελλαδικές και δίνοντας αυτό το προνόμιο στα διεφθαρμένα μέλη του ίδιου στρατού καθηγητές- βαθμολογητές της Μέσης εκπαίδευσης.Η ΑΝΩΤΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΑ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΜΟΣ
΄Με λίγα λόγια η ανωτατοποίηση θα μπορούσε γενικά να είναι μια μικροαστική ουτοπία, αν δε ζούσαμε σε μια χώρα όπου τις μικροαστικές ουτοπίες τις κάνει ο σοσιαλφασισμός εργαλείο για να ανεβεί στην εξουσία και να μετατρέψει σε ερείπια ό,τι επιβιώνει ακόμα στη χώρα παραγωγικά ή μορφωτικά.
Σ’ αυτή τη χώρα δηλαδή το τυπικό επαγγελματικό δικαίωμα, ακόμα και το αποκτημένο με απάτη γίνεται ουσιαστικό δικαίωμα μόνο όταν εργοδότης είναι το ελληνικό κράτος. Το συγκεκριμένο γραφειοκρατικό και παρασιτικό κράτος, και πιο ειδικά το κράτος-λεία των μισθοφορικών κομματικών στρατών, μπορεί δηλαδή εδώ και μόνο εδώ να κάνει πραγματικότητα την ουτοπία. Εδώ τα ΤΕΙ μπορούν από μια άποψη χάρη σε μια υπουργική απόφαση ή σε ένα νόμο στη Βουλή να γίνουν ΑΕΙ μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, σαν σε αραβικό θαύμα.
Αυτό θα σημαίνει αυτόματα ότι οι απόφοιτοι των ΤΕΙ θα μπορούν να βρουν πιο εύκολα δουλειά στο δημόσιο, αφού θα μπορούν να καταλαμβάνουν και τις θέσεις εκείνες που απαιτούν σήμερα τυπικά προσόντα πτυχιούχων ΑΕΙ. Αυτή η δυνατότητα για τους απόφοιτους των ΤΕΙ σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανείς ιδιαίτερος λόγος να είναι κανείς απόφοιτος των ΑΕΙ, αν στόχος του είναι η πρόσληψη στο Δημόσιο. Και επειδή αυτός είναι ο γενικός στόχος όλης της ανώτατης παιδείας στην Ελλάδα, δηλαδή το να παράγει δημόσιους υπαλλήλους, και επειδή αυτός ο στόχος θα αποκτά μεγαλύτερο κύρος όσο θα αποσαθρώνεται η ιδιωτικοκαπιταλιστική μη κομπραδόρικη (δηλαδή μη ιδιόκτητη από τους ρωσοκινέζους και ντόπιους ολιγάρχες φίλους τους) καπιταλιστική επιχείρηση, θα επιταχυνθεί η διαδικασία κατωτατοποίησης των ΑΕΙ. Δηλαδή δε θα πρόκειται αυτή τη φορά για “κατωτατοποίηση” της πρακτικής χρησιμότητας του πτυχίου, αλλά για κατωτατοποίηση του γενικού επιπέδου της φοίτησης στα ΑΕΙ και για κατωτατοποίηση του πρακτικού περιεχομένου του πτυχίου των ΑΕΙ, δηλαδή για τη σχετική μετατροπή των ΑΕΙ σε ΤΕΙ.
Αυτή η διείσδυση των πτυχιούχων των ΤΕΙ σε θέσεις που σήμερα καταλαμβάνονται από αποφοίτους των ΑΕΙ θα έχει και μια άμεση παραγωγική επίπτωση αφού αυτές οι θέσεις πραγματικά απαιτούν ένα ψηλό επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης, όπως σε μερικές θέσεις επιθεωρητών μελετών και έργων στα υπουργεία και τις ΔΕΚΟ. Βέβαια, παρά τις κραυγές των μηχανικών του ΤΕΕ, αυτές οι θέσεις δεν είναι πολλές και η πιο μεγάλη μάζα των μηχανικών του Δημόσιου και των ΔΕΚΟ λειτουργεί σ’ ένα επίπεδο πολύ χαμηλότερο από τις δυνατότητες του πτυχίου που κουβαλάει. Όμως το γεγονός ότι αυτές οι θέσεις με την “ανωτατοποίηση” χάνουν κάθε ξεχωριστή τους σημασία και αδειάζουν από κάθε περιεχόμενο οδηγεί στο ξεχαρβάλωμα εκείνου που είναι πραγματικά πιο αναπτυγμένο, πιο επιστημονικά και τεχνικά εξειδικευμένο στη χώρα. Από εκεί μπορεί να αρχίσει μια διαδικασία γενικής ισοπέδωσης και διάλυσης της παιδείας, γιατί το να τσακίσει κανείς την κορυφή της είναι ο καλύτερος τρόπος για να τσακίσει τη βάση της. Αυτό δεν έχει να κάνει με τη σωστή κριτική ενάντια στην πανεπιστημιοκεντρική παιδεία της χώρας μας, όπου όλη η παιδεία υπηρετεί το πανεπιστήμιο.
Ο σοσιαλφασισμός δε θέλει να καταστρέψει τον πανεπιστημιοκεντρισμό, αλλά να φέρει αυτό το κέντρο όσο πιο χαμηλά μπορεί και να χτυπήσει σ’ αυτό το κέντρο ό,τι πραγματικά αξίζει, ό,τι πιο ζωντανό, ευρηματικό και επιστημονικό, ό,τι είναι δεμένο με την παραγωγή και την ανάπτυξη, δηλαδή ό,τι στο βάθος δεν είναι πανεπιστημιοκεντρικό, δηλαδή γραφειοκρατικό στην εκπαίδευση. Ο σοσιαλφασισμός θέλει να καταστρέψει ειδικά την τεχνική ανώτατη παιδεία και να γεμίσει της χώρα σχολές μεγαλοϊδεατισμού, θεολογίας και ραγιαδισμού, όπως εύκολα μπορεί να κάνει με τις σχολές των λεγόμενων ανθρωπιστικών επιστημών. Με λίγα λόγια, η ανωτατοποίηση έρχεται να λεηλατήσει ό,τι μπόρεσε να ανθίσει μέσα στον γραφειοκρατικό, παρασιτικό και εξαρτημένο ελληνικό καπιταλισμό και να αναδείξει ό,τι χειρότερο.
Ο σοσιαλφασισμός θέλει να μπάσει το πτυχίο του ΤΕΙ στη θέση του επιστημονικοτεχνικού ηγεμόνα, αλλά ακόμα περισσότερο τον απατεώνα απόφοιτο ΑΕΙ που αγόρασε από το κόμμα το πτυχίο του ειδικού, με τον ίδιο τρόπο που ο Ναπολέοντας έστεφε τους αστούς φίλους του βασιλιάδες. Αλλά εκεί είχαμε να κάνουμε με μια πραγματική επανάσταση η οποία αντικατάστησε τους φεουδάρχες ειδικούς της πολιτικής εξουσίας με τους πολιτικούς της αστικής τάξης. Άλλωστε, και η σοσιαλιστική επανάσταση που έρχεται θα βάλει πάνω από την επιστημονική και τεχνική πάλη, πάνω από την πάλη για την παραγωγή τους συνειδητούς ανθρώπους του προλεταριάτου. Όμως θα τους βάλει σαν πολιτικούς επιτρόπους του στρατού των ειδικών. Ποτέ το προλεταριάτο δε θα διορίσει τον εαυτό του ειδικό της επιστήμης και της τεχνολογίας όσο δεν έχει στ’ αλήθεια τη δικιά του στρατιά ειδικών της επιστήμης και της τεχνικής. Και όσο δεν έχει τη δικιά του στρατιά, όση πολιτική δύναμη και να έχει θα υποχρεωθεί να χρησιμοποιήσει τη στρατιά των αστών επιστημόνων και τεχνικών.
Αντίθετα, ο σοσιαλφασισμός στην Ελλάδα, λειτουργώντας σα δύναμη κατοχής ενός αποικιακού ιμπεριαλισμού, θέλει πρώτ’ απ’ όλα να καταστρέψει τις ντόπιες παραγωγικές δυνάμεις και τον στρατό των ειδικών, ειδικά στην έρευνα και στην παραγωγή. Και γι’ αυτό χρησιμοποιεί τον μικροαστικό αντικαπιταλισμό και τη δημαγωγία ενάντια στην «ιεραρχία των ειδικών», ενάντια στις ελίτ, ενάντια στην αριστεία, δηλαδή τη μικροαστική κριτική, που κρύβει πίσω από το φαινομενικό της αναρχισμό τη βάρβαρη διάθεση να γκρεμίσει τον πραγματικό ειδικό και να πάρει τη θέση του.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η εξίσωση στα επαγγελματικά δικαιώματα δεν αφορά, πραχτικά, παρά μόνο όσους θα μπορέσουν να βρουν δουλειά στο Δημόσιο. Και αυτή η δουλειά δεν μπορεί σήμερα παρά να είναι προϊόν της συμμετοχής σ’ έναν κομματικό μισθοφορικό στρατό. Με λίγα λόγια, η εξίσωση αφορά μόνο μια μειοψηφία. ΄Ετσι και η ανωτατοποίηση δεν μπορεί τελικά παρά να γίνει πράξη μόνο για μια μειοψηφία. Και αυτή δε θα είναι παρά τα μέλη ενός μισθοφορικού στρατού που θα συγκροτηθεί από τώρα για να καταλάβει όσες θέσεις μπορέσει στο Δημόσιο. Στην πραγματικότητα τις θέσεις αυτές προορίζονται να καταλάβουν οι λοχαγοί και οι λοχίες αυτού του στρατού και όχι οι στρατιώτες του, όμως από τώρα ο ρωσόδουλος σοσιαλφασισμός θα διαθέτει ένα νέο απόσπασμά του σα μαχητικό εργαλείο μέσα στους φοιτητές και ενάντια στους φοιτητές και των ΑΕΙ και των ΤΕΙ.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο σοσιαλφασισμός εκδικείται τους φοιτητές, και περισσότερο τους φοιτητές των ΑΕΙ, που εδώ και καιρό έχουν πάψει να τον ακολουθούν περιφρονώντας σε πρώτη φάση τις εκλογικές διαδικασίες και τις παρατάξεις του.ΠΩΣ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΤΕΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΝ
Απέναντι σ’ αυτή την πολύ ύπουλη και λεπτά επεξεργασμένη επίθεση των ρωσόδουλων θα πρέπει το δημοκρατικό κίνημα κι οι φοιτητές ν’ αντιτάξουν μια σθεναρή και παρατεταμένη πάλη. Ειδικό βάρος πέφτει σ’ αυτή τη φάση στους ώμους των φοιτητών των ΤΕΙ, που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν την προβοκάτσια που ουσιαστικά τους έχει στήσει ο σοσιαλφασισμός και ν’ αντιστρέψουν το χτύπημα.
Για να το πετύχουν αυτό πρέπει να δώσουν στο αίτημα της ανωτατοποίησης το αντίθετο περιεχόμενο από εκείνο που του δίνει ο σοσιαλφασισμός. Πρέπει να απαιτήσουν η ανωτατοποίηση να μην είναι κούφια και προβοκατόρικη, δηλαδή ανωτατοποίηση του σημερινού τίτλου, αλλά ουσιαστική, δηλαδή με ανέβασμα του επιπέδου παραγωγής της χώρας και σύνδεση αυτής της παραγωγής με την εκπαίδευσή τους. Μόνο έτσι ο τίτλος σπουδών θα μπορεί να σημαίνει επαγγελματική δουλειά με όρους που αντιστοιχούν σ’ αυτόν τον τίτλο. Το ζήτημα για τους μηχανικούς και των ΤΕΙ και των ΑΕΙ είναι να βρουν δουλειά σχετική με το πτυχίο τους και όχι να ανέβει η τυπική αξία του πτυχίου τους, ενώ καθόλου δεν είναι προοδευτικό να ανέβει η γραφειοκρατική του αξία. Με αυτό το νέο περιεχόμενο η ανωτατοποίηση θα έπρεπε να ξεμπλοκαριστεί από κάθε συνάφεια και σύγκριση με τα ΑΕΙ σαν ανώτατα ιδρύματα. Τα ΤΕΙ σαν παραγωγοί μιας ενδιάμεσης βαθμίδας ειδικών οι οποίοι και χρήσιμοι είναι σαν τέτοιοι και μπορούν άνετα να αναπτύξουν την ειδίκευσή τους μέσα στη συλλογική παραγωγική και ερευνητική δουλειά, με τη διαρκή μελέτη και τη διαρκή επιμόρφωση όπως πρέπει και μπορούν να το κάνουν και οι απόφοιτοι των ΑΕΙ αλλά και κάθε τεχνικής σχολής οποιουδήποτε επιπέδου . Είναι μάλιστα ιδιαίτερα οι φοιτητές των ΤΕΙ που έχουν σαν κύριο προοδευτικό ρόλο να κάνουν κριτική στη λατρεία του πτυχίου σαν πτυχίου, στη λατρεία της θεωρητικής τεχνικής γνώσης σε βάρος της πρακτικής τεχνικής γνώσης και να χτυπούν από αυτή την πλευρά ένα πνεύμα αστικού επιστημονικού ελιτισμού, αλλά κυρίως το πνεύμα του γραφειοκρατικού ελιτισμού, που είναι ισχυρό στα Πολυτεχνειακά ΑΕΙ και στο ΤΕΕ που σε μεγάλο βαθμό χτύπησε από τα δεξιά την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, δηλαδή από την πλευρά της παρεμπόδισής τους να καταλάβουν θέσεις στο δημόσιο που πρακτικά μπορούσαν να καταλάβουν.
Ο όρος της ανωτατοποίησης είναι ακατάλληλος να τα εκφράσει αυτά, γιατί συνδέεται πια με τη γραφειοκρατική ανωτατοποίηση.
Έτσι το μόνο ρεαλιστικό αίτημα για τα ΤΕΙ είναι εκείνο που διατυπώνεται με αρνητικό τρόπο και έχει να κάνει με την πραγματική πορεία και των ΤΕΙ και των ΑΕΙ, προς την αποσάθρωση και τη διάλυση και σαν εκπαίδευση και σαν επαγγελματικό μέλλον, δηλαδή τον όλο και πιο μειωμένο ρόλο που παίζουν σε μια όλο και πιο μειωμένη παραγωγή τεχνικών έργων και σε μια όλο και πιο μειωμένη βιομηχανική παραγωγή. Η μορφή που αντιστοιχεί σ’ ένα τέτοιο αίτημα είναι το σύνθημα “΄Οχι στο σαμποτάρισμα της βιομηχανικής ανάπτυξης και της έρευνας, ιδιαίτερα της εφαρμοσμένης”.Αυτό είναι το βασικό προοδευτικό αίτημα για τα ΤΕΙ, τα ΑΕΙ και την Ελλάδα τούτη την εποχή. Αυτή είναι η απάντηση στον σοσιαλφασισμό.
31/5/2019